μάλμιος

μάλμιος
-α, -ο
γεωλ. το ουδ. ως ουσ. το μάλμιο
υποδιαίρεση τού ανώτερου ιουρασικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του στην περιοχή τής Σουηβίας τής νότιας Γερμανίας, αλλ. λευκό ιουρασικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. malm < μσν. αγγλ. malme < αρχ. αγγλ. mealm-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”